Του Σάββα Γ. Ρομπόλη
Η στρατηγική υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας και της πρόνοιας. Η στρατηγική των απελευθερωμένων, κυρίαρχων, ανεξέλεγκτων χρηματοπιστωτικών και αποκλεισμένων κοινωνιών που εμπνεύστηκε από τις ιδέες Φρίντμαν - Σβαρτς (Σχολή του Σικάγου), εφαρμόστηκε πειραματικά και βίαια στη Λατινική Αμερική και, μετά το 1990, επεκτάθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο, συνέβαλε καθοριστικά διεθνώς στη διεύρυνση της κερδοσκοπικής διάστασης της παγκόσμιας οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκε το μείγμα κράτους - αγορών που υλοποίησε τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των αγορών (τραπεζών - κεφαλαίων/junds) στη χορήγηση, μεταξύ των άλλων, δανείων υψηλού κινδύνου με δυσχέρεια αποπληρωμής τους, επιφέροντας τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και την ταχεία διείσδυσή της στους αρμούς της πραγματικής οικονομίας, κυρίως στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Πράγματι, αποσυνδέθηκε η δαπάνη της οικονομίας από το εισόδημα (M. Aglietta, 2008), με την ενίσχυση της κατανάλωσης με υπέρμετρο και υψηλού κινδύνου δανεισμό στο κράτος, στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, προκειμένου να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα η ζήτηση, η οικονομική μεγέθυνση, η κερδοφορία και η αύξηση του ΑΕΠ. Ετσι, κατ' αυτό το μείγμα οικονομικής πολιτικής, εγκαθιδρύθηκαν στη διεθνή οικονομία «συνθήκες φούσκας» και πραγματικής μείωσης των μισθών (μείωση αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συνταξιούχων και αποδόμηση του κοινωνικού κράτους). Χαρακτηριστική περίπτωση μείωσης των πραγματικών μισθών αποτελεί, μεταξύ των άλλων χωρών, και η Ελλάδα, στην οποία οι μισθοί κατά την περίοδο 1995-2008 αυξήθηκαν κατά 12,5%, η παραγωγικότητα της εργασίας κατά 20%, ο πληθωρισμός κατά 30% και τα κέρδη κατά 40% (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ).
Αυτό σημαίνει ότι κατά την περίοδο των δύο δεκαετιών του 1990 και του 2000 που επικρατούν οι «συνθήκες φούσκας» στην παγκόσμια οικονομία, η πραγματική μείωση των μισθών στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες αποτελεί το βασικό όχημα χρηματοδότησης του οικονομικού συστήματος και της αύξησης της κερδοφορίας διεθνώς με διαχρονική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, διά μέσου είτε της υπερχρέωσής τους κατά την περίοδο της ανάπτυξης είτε των πολιτικών λιτότητας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης. Ετσι, το πρότυπο «δανείζω - χρεώνομαι» έγινε το συστατικό στοιχείο εγκαθίδρυσης, κατά την περίοδο (1995-2008) της ανάπτυξης, σοβαρών οικονομικών, εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων, προς όφελος της χρηματοδότησης, ιδιαίτερα, των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων.
Παράλληλα, με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης το φθινόπωρο του 2008, η επικρατούσα νεοφιλελεύθερη άποψη θεωρεί ότι αυτή συνιστά το αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων που επιδρούν αρνητικά στην ομαλή λειτουργία και αναπαραγωγή του διεθνούς οικονομικού συστήματος, υποστηρίζοντας ως αναγκαία την αποκατάσταση της τάξης της διεθνούς κερδοφορίας.
Ετσι, στην κατεύθυνση αυτή, επιβάλλονται από τους διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) και τις κυβερνήσεις προγράμματα λιτότητας, ιδιαίτερα, στις χώρες κρίσης χρέους, προκειμένου από τη μείωση των μισθών και την κατά 40% επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών να χρηματοδοτηθούν οι κερδοσκοπούντες δανειστές των συγκεκριμένων χωρών. Αποδυναμώνεται έτσι όμως το εργασιακό δίκαιο, εγκαθιδρύεται η ατομική σύμβαση ως πρότυπο εργασιακής σύμβασης, αποδυναμώνονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, συρρικνώνεται σημαντικά το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής των ευέλικτων μορφών απασχόλησης ως κυρίαρχων στην αγορά εργασίας, μειώνονται οι μισθοί και διευρύνονται σημαντικά τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία στην κοινωνική ασφάλιση και στην υγεία... Ουσιαστικά, πρόκειται για μια επιλογή ριζικής και οριστικής ρήξης των δημόσιων πολιτικών με τη μισθωτή εργασία (Π. Ρυλμόν, 2011).
Από την άποψη αυτή, η ανατροπή αυτής της ρήξης επιβάλλει την αναβάθμιση των δημόσιων πολιτικών στον σχεδιασμό επιστροφής στην ανάπτυξη της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας. Επιπλέον, η επίτευξη των στόχων ενός τέτοιου σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης και προώθησης της ανάπτυξης προϋποθέτει την ένταξη στις μεταβλητές του νέου αναπτυξιακού προτύπου αφενός της αύξησης των μισθών στα επίπεδα της παραγωγικότητας της εργασίας και του επιπέδου του πληθωρισμού, αφετέρου της αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης χωρίς να αυξάνεται το επίπεδο δανεισμού της χώρας.
Αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα και η κατανάλωση των νοικοκυριών θα προέρχονται από τη συμμετοχή των οικονομικά ενεργών μελών του νοικοκυριού στην παραγωγική διαδικασία της χώρας. Επιπλέον, η επίτευξη των στόχων του σύγχρονου αναπτυξιακού προτύπου αύξησης και όχι μείωσης των μισθών επιβάλλει την ανασυγκρότηση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο προς την κατεύθυνση ελέγχου των διεθνών κεφαλαιακών ροών, αναπτυξιακού προσανατολισμού του τραπεζικοπιστωτικού συστήματος, περιορισμού των αποσταθεροποιητικών χρηματοπιστωτικών καινοτομιών και επιβολής φορολόγησης στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (E. Stocnhamner, 2011).
Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ
Πηγή:kapistri.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου